λεξικογράφος

λεξικογράφος
ο, η (Α λεξικογράφος, ὁ)
αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικόν + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεξικογράφος — ο, η ο συντάκτης λεξικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεξικογραφώ — [λεξικογράφος] συντάσσω λεξικό, ασχολούμαι με τη λεξικογραφία …   Dictionary of Greek

  • Πολυδεύκης, Ιούλιος — Λεξικογράφος του 2ου αι., που καταγόταν από την πόλη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Σπούδασε στην Αθήνα κοντά στο ρήτορα Αδριανό, μαθητή του Ηρώδη του Αττικού. Όταν τελείωσε την εκπαίδευση του, άσκησε το επάγγελμα του σοφιστή και του δάσκαλου της… …   Dictionary of Greek

  • λεξικογράφοι — λεξικογράφος lexicographer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεξικογράφον — λεξικογράφος lexicographer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lexicography — For the term in mathematics, see Lexicographical order. Lexicography is divided into two related disciplines: Practical lexicography is the art or craft of compiling, writing and editing dictionaries. Theoretical lexicography is the scholarly… …   Wikipedia

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Κουμανούδης, Στέφανος — (Αδριανούπολη 1818 – Αθήνα 1899). Φιλόλογος, επιγραφικός και λεξικογράφος. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ο νεαρός Κ. παρακολούθησε τα στοιχειώδη και εγκύκλια μαθήματα. Αργότερα υπηρέτησε… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”